- ἐπάγρυπνος
- ἐπάγρυπν-ος, ον,A wakeful, sleepless, κηδεμονία Mitteis Chr.77.11 ([comp] Sup., iv A. D.), cf. Vett. Val.11.16, Aristaenet.1.27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επάγρυπνος — ἐπάγρυπνος, ον (Α) 1. αυτός που δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος 2. ακοίμητος, προσεκτικός. επίρρ... έπαγρυπνως άγρυπνα, με επαγρύπνηση … Dictionary of Greek
ἐπάγρυπνος — wakeful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγρύπνως — ἐπάγρυπνος wakeful adverbial ἐπάγρυπνος wakeful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάγρυπνον — ἐπάγρυπνος wakeful masc/fem acc sg ἐπάγρυπνος wakeful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγρύπνοισιν — ἐπάγρυπνος wakeful masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγρύπνου — ἐπάγρυπνος wakeful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγρύπνους — ἐπάγρυπνος wakeful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγρύπνῳ — ἐπάγρυπνος wakeful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάγρυπνοι — ἐπάγρυπνος wakeful masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαγρυπνώ — ἐπαγρυπνῶ, έω (Α) [επάγρυπνος] μσν. νεοελλ. έχω συνεχώς στραμμένη την προσοχή μου κάπου («επαγρυπνεί για την ακριβή τήρηση τού νόμου») αρχ. 1. μένω άγρυπνος, διανυκτερεύω για κάτι 2. παραφυλάω, παραμονεύω, επιτηρώ … Dictionary of Greek